ἀνομοιόπτωτος

ἀνομοιόπτωτος
ἀνομοιόπτωτος
with unlike inflexions
masc/fem nom sg

Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • ανομοιόπτωτος — η, ο (Μ ἀνομοιόπτωτος, ον) 1. αυτός που δεν συμφωνεί στις πτώσεις με άλλον 2. (συντακτ.) «ανομοιόπτωτος προσδιορισμός, ετερόπτωτος προσδιορισμός» …   Dictionary of Greek

  • ανομοιόπτωτος — η, ο (γραμμ.), αυτός που δεν είναι όμοιος με άλλον στην πτώση: Ανομοιόπτωτος προσδιορισμός λέγεται εκείνος στον οποίο το κατηγορούμενο (ή άλλος προσδιορισμός) είναι σε πτώση διαφορετική από το προσδιοριζόμενο, όπως λ.χ. «ταξίδεψα με το πλοίο… …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • ἀνομοιοπτώτως — ἀνομοιόπτωτος with unlike inflexions adverbial ἀνομοιόπτωτος with unlike inflexions masc/fem acc pl (doric) …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιόπτωτον — ἀνομοιόπτωτος with unlike inflexions masc/fem acc sg ἀνομοιόπτωτος with unlike inflexions neut nom/voc/acc sg …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

  • ἀνομοιόπτωτοι — ἀνομοιόπτωτος with unlike inflexions masc/fem nom/voc pl …   Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”